- κώεα
- κῶαςfleeceneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κώεα — Κώης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενεύδω — ἐνεύδω (Α) [εύδω] κοιμάμαι μέσα ή πάνω σε κάτι («χλαῑναν... καὶ κώεα, τοῑσιν ἐνευδεν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
κώας — κῶας και κῶς, τὸ (Α) 1. μαλακό δέρμα προβάτου που άπλωναν ως κάλυμμα σε καθίσματα ή κρεβάτια («στόρεσαν λέχος... κώεά τε ῤῆγός τε λίνοιό τε λεπτόν ἄωτον», Ομ. Ιλ.) 2. το χρυσόμαλλο δέρας («λέγεται τὸν Ἡρακλέα καταλειφθῆναι ὑπὸ Ἰήσονός τε καὶ τῶν… … Dictionary of Greek
συναιρώ — συναιρῶ, έω, ΝΜΑ [αἱρῶ] 1. κάνω συναίρεση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το ο και το ου συναιρούνται» β. «τὸ ε και το ᾱ συναιροῡνται εἰς η», Απόλλ. Δύσκ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηρημένος, η, ο(ν) αυτός που έχει υποστεί … Dictionary of Greek
(s)keu-2, (s)keu̯ǝ : (s)kū- — (s)keu 2, (s)keu̯ǝ : (s)kū English meaning: to cover, wrap Deutsche Übersetzung: “bedecken, umhũllen” Material: O.Ind. skunüti, skunō ti, sküuti “bedeckt”; doubtful ku kūla “Hũlsen, armament, armor”, püṃ su kūla “Lumpenkleid … Proto-Indo-European etymological dictionary